πτυχώδης

πτυχώδης
-ες / πτυχώδης, -ῶδες, ΝΜΑ [πτυχή]
γεμάτος πτυχές.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • πτυχώδη — πτυχώδης in folds neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) πτυχώδης in folds masc/fem/neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) πτυχώδης in folds masc/fem acc sg (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • -ώδης — ΝΜΑ β συνθετικό επιθέτων τής Αρχαίας Ελληνικής, που ανάγεται στο θέμα οδ τού ρήματος ὄζω* «έχω μυρωδιά, μυρίζω», με έκταση λόγω συνθέσεως. Η αρχική σημασία, ωστόσο, τού β συνθετικού διατηρείται σε ελάχιστα επίθετα στα οποία η σημασία τού α… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”